μισκίνος

μισκίνος
μισκῑνος και μεσχῑνος, -η, -ον (Μ)
1. δυστυχισμένος, αξιολύπητος
2. ταπεινός, ξεπεσμένος, άθλιος
3. αδύναμος, ανίσχυρος, ευτελής
4. φρ. «γίνομαι μισκῑνος» — ταπεινώνομαι, μειώνομαι, εξευτελίζομαι
5. ως ουσ. άνθρωπος ταλαίπωρος, δυστυχής, ξεπεσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. meschino < παλ. ιταλ. mischino].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεσχίνος — μεσχίνος, η, ον (Μ) βλ. μισκίνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”